κατεπανίστημι

κατεπανίστημι
κατεπανίστημι (AM)
(ενεργ. και μέσ.)
1. εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, επαναστατώ
2. αντιστέκομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐπ-αν-ίστημι «εξεγείρομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”